κεραυνοβόλος

κεραυνοβόλος
-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοβόλος, -ον)
(νεοελλ,) μτφ.
1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση»)
2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος
3. φρ. «κεραυνοβόλο βλέμμα» — άγριο και πολύ αυστηρό βλέμμα
αρχ.
1. αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς
2. φρ. «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο κεραυνός.
επίρρ...
κεραυνοβόλως και -α
με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ-βόλος, δισκο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραυνόβολος — κεραυνόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό βολος, νιφό βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβόλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνόβολος — hurling the thunder masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοβόλος — α, ο επίρρ. α 1. αστραπιαίος, αποτελεσματικός, ταχύτατος: Το τάγμα έκαμε μια κεραυνοβόλα ενέργεια. 2. αυτός που εκδηλώνεται απότομα, θανατηφόρος: Έπαθε κεραυνοβόλα αποπληξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραυνοβόλοις — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem/neut dat pl κεραυνοβόλος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοβόλον — κεραυνοβόλος masc/fem acc sg κεραυνοβόλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοβόλου — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem/neut gen sg κεραυνοβόλος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοβόλους — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem acc pl κεραυνοβόλος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνόβολον — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem acc sg κεραυνόβολος hurling the thunder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοβόλοι — κεραυνοβόλος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”